- κοιλιώδης
- κοιλιώδης, -ῶδες (AM)αυτός που μοιάζει με κοιλιά, αυτός που έχει σχήμα κοιλιάς («ὑποδοχαὶ κοιλιώδεις», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κατάλ. -ώδης (πρβλ. πνευματ-ώδης, σωματ-ώδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλιώδεις — κοιλιώδης like a belly masc/fem acc pl κοιλιώδης like a belly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιώδεες — κοιλιώδης like a belly masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՂՐԹԵՂ — (ի, աց.) NBH 2 0972 Chronological Sequence: 6c ա. κοιλιώδης, κοιλαγάστωρ ventriosus, mgnum ventrem habens. Ոյր քաղիրթն կամ փորն է մեծ. փորը մենծ՝ դուրս ուռած. *Թէ կունդ է (ոք իբրեւ զսոկրատ), քաղրթեղ չէ. թէ քաղրթեղ է, ուշիմ չէ (իբրեւ զնա). թէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)